Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940

Του κ. Λινάρδου Ερμολάου /Γενικού Γραμματέα της ΠΟΠΣ ,Επίτιμου Σχολικού Συμβούλου

Όλων των Ελλήνων η σκέψη στράφηκε και φέτος με ιερή συγκίνηση και απέραντο θαυμασμό στο μεγαλείο του ΣΑΡΑΝΤΑ και κάθε ελληνική ψυχή ενώνει το σκίρτημα και τη φωνή της στο ρωμαλέο τραγούδι της ελληνικής αρετής.

Το έθνος μας ολόκληρο πανηγυρίζει με μεγαλοπρέπεια τη δύναμη της ελληνικής πίστης, την ακτινοβολία του ελληνικού πνεύματος και το χρέος της ελληνικής καρδιάς.

Αυτή η δύναμη, η ακτινοβολία και το χρέος έκαναν να ξεπηδήσει η 28η Οκτωβρίου 1940 και να λάμψει με το πιο εξαίσιο λαμποκόπημα ό,τι πολυτιμότερο έκρυβε στα βάθη της ψυχής του ένας λαός.

Άστραψε το πάμφωτο ΟΧΙ που το σιγοψιθύριζαν συμπαραστάτες και εμπνευστές του όλοι οι Έλληνες.

«Πού το ξερες πατρίδα μου

Πως θα λυθούν τα μάγια

Και θα ξαναζωντανέψουνε

Οι δόξες οι παλιές

Να φύτευες και στα βουνά

Και στων βουνών τα πλάγια

Να γίνονταν δαφνόκλαδα

Οι πέτρες σου κι αυτές;»

Δεν ήταν η πρώτη φορά, που σεμνά, ήρεμα, με τη σκληρή αποφασιστικότητα που δίνει η συνείδηση του χρέους, πρόφεραν το ΟΧΙ οι Έλληνες.

Το είχαν πει και πολλές άλλες φορές, αν η ανάγκη τους εβίαζε να διατηρήσουν ή να κερδίσουν, με την υπέρτατη θυσία τον θάνατο.

«Και αν είναι να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είναι η δάφνη, μία φορά κανείς πεθαίνει…» σκέφτονται οι πρόμαχοί μας και μαζί τους ολόκληρος ο κόσμος των πανελλήνων, παντού, όπου χτυπά ελληνική καρδιά.

Τη χαραυγή της ευλογημένης εκείνης μέρας, μέσα απ’ τα βάθη των αιώνων, ένας αντίλαλος πλημμύρισε και πάλι την ελληνική ατμόσφαιρα:

«Ίτε παίδες Ελλήνων»

Στα ηπειρωτικά βουνά που αρχίζουν να τα κατακλύζουν οι χιονοστιβάδες ενός ανελέητου χειμώνα οι δυνάμεις μας κάνουν έναν υπεράνθρωπο αγώνα για να αντισταθούν στην προέλαση των ιταλικών δυνάμεων μέσα στο πάτριο έδαφος.

Το πολεμικό ανακοινωθέν της 1η Νοεμβρίου 1940, με μία επιγραμματική πυκνότητα, διαπερνά σαν φωτοβολίδα τη συσκοτισμένη Ελλάδα, προκαλώντας ιαχές χαράς: «Εις το μέτωπο της Ηπείρου σφοδρός αγών πυροβολικού, εις τον τομέα Φλωρίνης, τμήματα ανατρέψαντα ισχυρά δύναμη, εισεχώρησαν εις βάθος 5 χιλιομέτρων εις το αλβανικό έδαφος και κατέλαβον διά λόγχης οχυρωμένα σημεία».

Ένας πολεμιστής θυμάται: «Δεν θα ξεχάσω το πώς ένιωσα, ούτε μπορώ να το ξανανιώσω έτσι, όταν περάσαμε τα σύνορα και μπήκαμε στην Αλβανία».

Η κατάληψη του υψώματος που στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στοίχισε 20.000 Γάλλους και Ιταλούς και λίγο αργότερα της Κορυτσάς που θεωρήθηκε η πρώτη παγκόσμια συμμαχική νίκη, εδραίωσε την εμπιστοσύνη των συμμάχων στους Έλληνες και οιστρηλάτησε τα μετόπισθεν από ενθουσιασμό.

Μια εθελόντρια αδελφή γράφει: «Ήμουν σε ένα νοσοκομείο, όταν καταλάβαμε την Κορυτσά. Είχαν όλοι κομμένα πόδια. Μόλις χτύπησαν οι καμπάνες, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη άρχισαν να πηδούν, ανασηκώθηκαν και χόρευαν, ενώ νωρίτερα ήταν ξαπλωμένοι και κλαίγανε τον πόνο τους».

Στα μετόπισθεν και στις πόλεις παραληρούν από ενθουσιασμό για τις νίκες στα αλβανικά βουνά. Οι διανοούμενοί μας συγκεντρώνονται σε πνευματικές μυσταγωγίες. Οι μεγάλοι ποιητές μας συνθέτουν ύμνους, αυτοσχέδιοι Τυρταίοι γράφουν θούριους και παιάνες.

Στα σπίτια, στα κέντρα, σε χώρους αναμονής οι γυναίκες πλέκουν μάλλινες φανέλες, πουλόβερ, γάντια, σκούφους, για να προφυλάξουν τον Έλληνα στρατιώτη από το πολικό κρύο της Ηπείρου. Ένας θρησκευτικός μυστικισμός συνέχει μέτωπο και μετόπισθεν με το όραμα της Παναγίας οδηγήτριας και προστάτιδας στον αγώνα. Η Ελλάδα βρίσκεται σε πρωτοφανή έξαρση.

Ένας πατέρας, εύζωνας ο ίδιος το 1912 γράφει στον Πρωθυπουργό: «Έλαβον μήνυμα ότι το παιδί μου Ηλίας εσκοτώθη από μπαμπέσηδες εχθρούς στις 20 Νοεμβρίου 1940. Έκλαψα λεβεντιά του και καλοσύνη του. Μεγαλύτερα αδέλφια του Όθων και Αντώνης εκδικηθούν σκοτωμό του. Έχω έτοιμα στην προσταγή σου άλλα δύο παιδιά. Ζήτω το Έθνος, ζήτω ο στρατός μας».

Εξίσου ριψοκίνδυνη ήταν η δράση του πολεμικού ναυτικού μας.

Τα κατορθώματα των υποβρυχίων μας- Παπανικολής, Πρωτεύς, Κατσώνης- θυμίζουν τους παράτολμους θαλασσόλυκους του 1921.

Απ’ τις αρχές του ελληνοϊταλικού πολέμου ο θρύλος της αήττητης ιταλικής αεροπορίας διαψεύστηκε, όταν τριάντα αεροπλάνα της, που κατευθύνονταν στη Θεσσαλονίκη, δεν κατόρθωσαν τελικά να διαπεράσουν το φράγμα από τα 7 ελληνικά για να φτάσουν στον στόχο. Τα ιταλικά βομβαρδιστικά δεν πέταξαν ποτέ πιο χαμηλά από 5 χιλιόμετρα και δεν πλησίασαν περιοχές όπου υπήρχαν ελληνικά καταδιωκτικά.

Ο διεθνής τύπος ύμνησε τα κατορθώματα των Ελλήνων. Οι «Τάιμς» του Λονδίνου έγραψαν: «Στον ελληνικό στρατό ανήκει η τιμή της πρώτης μεγάλης νίκης στην ξηρά. Η ένδοξη αντίστασή του ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις μάς έδωσε πλεονεκτήματα που δεν θα τα αφήσουμε ανεκμετάλλευτα».

Συγκινητική είναι η γνώμη αμερικανικής εταιρείας, η οποία γράφει σε κύριο άρθρο της: «Το θέαμα των ολίγων στρατιωτών που συγκρατούν και απωθούν τα στρατεύματα της μεγάλης φασιστικής Ιταλίας, έχει τόσο εξαίρετη σημασία, ώστε να μπορεί να πει κανείς χωρίς δισταγμό, ότι ίσως εκεί στα βουνά της Ηπείρου κρίνεται η τύχη όλου του κόσμου».

Και η Ρωσία λίγο αργότερα ύμνησε την Ελλάδα στο ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας:

«Πολεμήσατε», έλεγε, «άοπλοι εναντίον πανόπλων και νικήσατε. Πολεμήσατε μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Σαν Ρώσοι κερδίσαμε χάρη στην αυτοθυσία σας, σας ευγνωμονούμε».

Στα άλλα ελεύθερα κράτη, αν έβλεπαν Έλληνα, τον κοιτούσαν με απορία και θαυμασμό και αμέσως τον ζητωκραύγαζαν.

Όμως η ανατροπή των γερμανικών σχεδίων από την Ελλάδα κάνει τον γερμανικό κολοσσό να στραφεί εναντίον της. Στις 6 Απριλίου 1941 οι σιδηρόφρακτες και πανίσχυρες στρατιές του Χίτλερ έστρεψαν τη μανία τους εναντίον της Ελλάδας.

Η πατρίδα μας, αν και εξαντλημένη από τον πολύμηνο πόλεμο με την Ιταλία, αντιστέκεται σθεναρά και γενναία. Μια ξεχωριστή σελίδα δόξας γράφεται στα οχυρά της Μακεδονίας και στην Κρήτη. Τελικά οι φασιστικές δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) υπέταξαν την Ελλάδα, όχι όμως την ψυχή και το φρόνημα των Ελλήνων.

Αυτό το φρόνημα, το άκαμπτο και αδούλωτο, ήταν που οδήγησε στην Εθνική Αντίσταση κατά των κατακτητών και έδωσε στις συμμαχικές δυνάμεις τη χρονική ευκαιρία να προετοιμαστούν και να συντρίψουν τη γερμανική θηριωδία.

Από το φθινόπωρο του 1941 και μέχρι τη λήξη της Κατοχής στα τέλη του 1944, η Εθνική Αντίσταση έδωσε σε όλες τις γωνίες της Ελλάδας, στις πόλεις και στα χωριά, στα βουνά, στους κάμπους και στις θάλασσες, ασταμάτητα, καθημερινό αγώνα.

Πατριώτες από όλα τα κοινωνικά στρώματα, με διαφορετικές ιδεολογικές πεποιθήσεις, εργαζόμενοι στις πόλεις και τα χωριά, διανοούμενοι, υπάλληλοι, επαγγελματίες, νέοι, φοιτητές και φοιτήτριες, αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, ένα σημαντικό μέρος του κλήρου, πυκνώνουν και πλαισιώνουν τις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης. Όλα για τη λευτεριά της σκλαβωμένης πατρίδας.

Γιορτάζοντας τον θρίαμβο της Ελληνικής παλικαριάς, ας κρατήσουμε βαθιά στη μνήμη μας το μεγάλο ορόσημο της φυλής μας, το 1940. Μακάριοι εκείνοι που γυρνώντας πίσω στο χρόνο, μπορούν να εμπνέονται και να φρονηματίζονται από τη μεγαλειώδη ιστορία των νέων Μαραθώνων, των Σαλαμίνων και των Θερμοπυλών. Θα μπορούσαν αισιόδοξα και με το κεφάλι ψηλά να ατενίζουν το μέλλον τους.

«Κερδίζεις τις ωραίες μάχες» έγραφε από το μέτωπο της Αλβανίας ένας δάσκαλος «μόνο όταν λησμονήσεις τη γλύκα της ζωής και τάξεις πάνω απ’ αυτή την ωραιότητα ενός συμβόλου, το μεγαλείο μιας ιδέας».

Στον σημερινό κόσμο της παγκοσμιοποίησης, της σύγχυσης και της απαισιοδοξίας οι Έλληνες έχουμε σταθερή και φωτοβόλο ιδεολογία μέσα μας.

Μέσα στις εκδηλώσεις αυτών των ημερών, ας κρατήσουμε κάποιες στιγμές περισυλλογής και ευλάβειας στη μνήμη όλων εκείνων που πρόσφεραν τον εαυτό τους θυσία στη μεγάλη υπόθεση του έθνους. Ας προσκυνήσουμε ξεχωριστά στους νωπούς τάφους των πεσόντων, που χάρη τους το ξενικό ποδάρι δεν μπόρεσε να πατήσει στα αγιασμένα χώματα της πατρίδας μας.

Τους ευγνωμονούμε!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχετικά

Advertisment
Advertisment
Advertismentspot_img

Περισσότερα