Άρθρο του Παναγιώτη Νίκα
Η χειραγώγηση της αυτοδιοίκησης, δηλαδή το ‘’πατρονάρισμα’’, η καθοδήγηση, η κηδεμονία, ο ασφυκτικός έλεγχος από τα κόμματα και κυρίως την κυβέρνηση, υπονομεύει στην πράξη έναν βαθύτατα δημοκρατικό θεσμό, όπου η σωστή λειτουργία του συνδέεται με την ανάπτυξη, την ευρυθμία, την επίλυση τοπικών προβλημάτων και την βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών.
Αδέσμευτη αυτοδιοίκηση δεν σημαίνει απουσία ιδεολογίας ή έλλειψη διάθεσης συνεργασίας με την όποια κυβέρνηση και τις κρατικές αρχές στο επίπεδο του προγραμματισμού και της δράσης για την επίλυση ευρύτερων προβλημάτων και τη γενικότερη πρόοδο. Σημαίνει, όμως και κυρίως, πίστη στις αξίες του αυτοδιοίκητου, της αποκέντρωσης, της προγραμματισμένης και οργανωμένης δράσης για την επίλυση τοπικών ή περιφερειακών προβλημάτων, με στόχο τη βελτίωση της ζωής των πολιτών.
Η ποδηγέτηση της αυτοδιοίκησης στην πατρίδα μας γίνεται σκόπιμα, με την επιβολή οικονομικής ασφυξίας και αναχρονιστικού θεσμικού πλαισίου. Συγκεκριμένα, οι θεσμοθετημένοι πόροι για Δήμους και Περιφέρειες ανταποκρίνονται ‘’στο περίπου’’ για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών και της συντήρησης των υποδομών.
Οι επιπλέον χρηματοδοτήσεις, για εντάξεις και εκτέλεση έργων, από τους προϋπολογισμούς των υπουργείων ή οργανισμών του δημοσίου, δίνονται συνήθως με κριτήρια το ρουσφέτι, την προσήλωση στο κόμμα ή την ισχυρή κομματική φράξια και προφανώς την απουσία από τον αυτοδιοικητικό φορέα κάθε αντιπολιτευτικής στάσης και έκφρασης. Ανάλογα συμβαίνουν -σε μικρότερο ίσως βαθμό- και με την ένταξη έργων στα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Οι συνεχείς επισκέψεις του συνόλου των αυτοδιοικητικών στα Υπουργεία για την υποβολή αιτημάτων, οι ευχαριστίες και οι έπαινοι προς κυβερνητικά στελέχη για το παραμικρό έργο, η υποκατάσταση κομματικών οργανώσεων από τους δημοτικούς μηχανισμούς και πολλά άλλα όμοια, αποτελούν έκφραση αυτής της κατάστασης υποτέλειας, που προφανώς επιβάλλεται.
Ως προς το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, ο αναχρονισμός, η προχειρότητα, η αλληλοκάλυψη αρμοδιοτήτων, η σύγχυση ως προς τους ρόλους αποτελούν τα κυρίαρχα στοιχεία, χωρίς την προοπτική του αναγκαίου εκσυγχρονισμού, παρά τις υποκριτικές εξαγγελίες για επικείμενες δήθεν μεταρρυθμίσεις. Η σκοπιμότητα κι εδώ είναι προφανής.
Εξάλλου, ο πρωτοφανής οικονομικός συγκεντρωτισμός για τα ευρωπαϊκά δεδομένα δεν αφήνει περιθώρια στην αυτοδιοίκηση για την ανάληψη αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, με αποτέλεσμα αυτή να περιορίζεται κυρίως σε έργα αναβάθμισης της ελκυστικότητας πόλεων και οικισμών και σε πολιτικές βελτίωσης της ποιότητας ζωής των κατοίκων.
Επομένως, η ένταση κοινωνικών αλλά και εθνικών προβλημάτων, όπως φτώχεια, ανεργία, δημογραφικό, εγκατάλειψη υπαίθρου και όλα τα συναφή, που συνδέονται με τον προγραμματισμό, τις κατανομές πόρων και τις επιλογές έργων επιβάλλεται να αναφέρονται στην εν γένει κυβερνητική πολιτική. Η αυτοδιοίκηση περιορίζεται σε διεκδικήσεις ‘’συνδικαλιστικού τύπου’’, βρίσκεται σε θεσμική αδυναμία ουσιαστικής παρέμβασης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχει τις δικές της και μάλιστα σοβαρές ευθύνες.
Συμπερασματικά, επιβάλλεται να συνειδητοποιηθεί πως η αυτοδύναμη και στέρεη αυτοδιοίκηση αποτελεί –μεταξύ άλλων- την ελπιδοφόρα κατεύθυνση για την επίλυση των προβλημάτων μας και τον πυλώνα στήριξης ιδιαίτερα της Ελληνικής περιφέρειας. Επιπλέον ,η οικονομική και θεσμική στήριξη του θεσμού είναι βέβαιο πως θα οδηγήσει στην αναγκαία βελτίωση του επιπέδου των αυτοδιοικητικών.
Παναγιώτης Νίκας , τ. Περιφερειάρχης Πελοποννήσου