Στις 29 Νοεμβρίου 1822, οι τούρκοι του Παλαμηδίου κατέβηκαν στο Ναύπλιο για να συζητήσουν με τους επίσημους τούρκους και να απαντήσουν στην επιστολή του Κολοκοτρώνη.
Στο Παλαμήδι είχαν αφήσει στην ελάχιστους άνδρες να φυλάνε τις ντάπιες. Συγκεκριμένα είχαν αφήσει 70 άνδρες στην Μπεζεράν-Ντάπια και από 5-10 άνδρες στις υπόλοιπες. Στην συζήτηση που έγινε σχεδόν όλοι οι τούρκοι ήταν σύμφωνοι να παραδώσουν την πόλη στον Κολοκοτρώνη, εκτός από τον Αλή πασά και τον προκάτοχό του Σελίμ, οι οποίοι φοβούμενοι την οργή του Σουλτάνου, ήθελαν να συγκεντρώσουν τρόφιμα και πιστούς στρατιώτες στο Παλαμήδι να κλειστούν εκεί να κρατήσουν όσο μπορέσουν το φρούριο αφήνοντας τους κατοίκους της πόλης στα χέρια των Ελλήνων. Έτσι δεν επήλθε συμφωνία και η σύσκεψη αναβλήθηκε για την επόμενη ημέρα 30 Νοεμβρίου.
Την νύκτα όμως καθώς ήταν εξαντλημένοι παρέμειναν στην πόλη για να διανυκτερεύσουν και έτσι το Παλαμήδι έμεινε ουσιαστικά αφύλακτο.
Τότε βρήκαν ευκαιρία δύο τούρκοι που έβλεπαν το αναπόφευκτο της πτώσης του Ναυπλίου και θέλοντας να σώσουν τις οικογένειές τους, κατέβηκαν από την Γιουρούς- Ντάπια, πήγαν στον Σταϊκόπουλο που στρατοπέδευε στην Άρια και τον ενημέρωσαν ότι εάν πήγαινε αμέσως στο Παλαμήδι, μπορούσε να το κυριεύσει. Ο Σταϊκόπουλος αμέσως συγκέντρωσε 350 περίπου άνδρες και μαζί με τον αδελφό του Θανάση Σταϊκόπουλο, τον Ιταλό φιλέλληνα Γκουβερνάτι και τον Αϊβαλιώτη Διονύσιο Μοσχονησιώτη ξεκίνησαν υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες, νύχτα με καταιγίδα για το Παλαμήδι. Φθάνοντας στους προμαχώνες κινήθηκαν προς την Γιουρούς-Ντάπια την μετονομαζόμενη αργότερα σε προμαχώνας Αχιλλέας, έβαλαν την σκάλα και ανέβηκε πρώτος ο Μοσχονησιώτης ακινητοποίησε τον τούρκο φύλακα και έκανε σινιάλο να ανέβουν και οι υπόλοιποι.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα είχαν εισέλθει όλοι στο φρούριο, ακολούθησαν αψιμαχίες με τους τούρκους φύλακες που θέλησαν να αντισταθούν, οι οποίοι τελικά αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Το Παλαμήδι πλέον είχε απελευθερωθεί, ήταν 30 Νοεμβρίου 1822 ανήμερα του Αγ. Ανδρέα. Την νίκη συνόδευσαν κανονιοβολισμοί, για να γίνει γνωστό το γεγονός και οι Έλληνες που βρίσκονταν στα τείχη φώναζαν από την χαρά τους στους τούρκους και του χρόνου αγάδες, του Αγίου Ανδρέου. Οι τούρκοι της Μπαζιριάν-Ντάπιας που ακόμα δεν είχε κυριευθεί, σκέφτηκαν να βάλουν φωτιά στην αποθήκη πυρομαχικών και να τιναχθούν στον αέρα, όμως ο φρούραρχος Αμπντούλ Αγάς παλαιός γνώριμος του Σταϊκόπουλου, τους απέτρεψε και τους έπεισε να κατέβουν στην πόλη για να πείσουν και τους εκεί τούρκους να παραδοθούν.
Ο Σταϊκόπουλος έστειλε αμέσως αγγελιοφόρο να ειδοποιήσει τον Κολοκοτρώνη για την κατάληψη του Παλαμηδίου, αλλά ο Γέρος του Μοριά που είχε ακούσει τους κανονιοβολισμούς είχε καταλάβει τι συμβαίνει και είχε ήδη ξεκινήσει για το Ναύπλιο μαζί με τον Νικηταρά, από τα Δερβενάκια που βρισκόταν.
Συνάντησε στον δρόμο τον αγγελιοφόρο, έμαθε τις λεπτομέρειες των γεγονότων και τον έστειλε στο στρατόπεδο να ειδοποιήσει και τους υπόλοιπους. Ο Κολοκοτρώνης ανέβηκε στο φρούριο εγκατέστησε φρουρές στους προμαχώνες, διέταξε να στρέψουν τα κανόνια προς την Ακροναυπλία και να ρίξουν πενήντα κανονιοβολισμούς. Στην συνέχεια υπό την ιδιότητα του Αρχιστρατήγου έστειλε επιστολή με τον υπασπιστή του Φωτάκο «Προς άπαντας τους Οθωμανούς του Ναυπλίου», τους οποίους κάλεσε να παραδώσουν εντός τριών ωρών το φρούριο και την Ακροναυπλία αλλιώς θα γίνουν «ανάλωμα του πυρός και των κανονιών και δεν το επιθυμούμεν». Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης αφηγείται τα γεγονότα:
« Έστειλα και είπαν των Τούρκων αρχηγών να ελθουν να ομιλήσωμε. Ηλθαν εις το Παλαμήδι, οι μπέηδες και ένας Αρβανίτης (Τουρκαλβανός), αρχηγός των Αρβανιτών (Τουρκαλβανών), τους είπα τι κάμνετε τώρα; Να μου παραδώσετε όλα τα κάστρα και τα άρματά σας και να σας γλυτώσω την ζωή και τα παιδιά σας, να πάρετε μόνον δυο αλλαξαίς και να σας βαρκάρω εις καράβια ελληνικά και να πάτε όπου θέλετε. Όταν μου δώσετε όλα τα κλειδιά των κάστρων και βάλω ανθρώπους μου, τότε σας δίδω στρατιώτας και σας συντροφεύουν και σας βαρκάρουν από τα Πέντε αδέλφια. Ο Αρβανίτης (Τουρκαλβανός) λέγει :«Τα άρματά μας δεν τα δίδομε και θα πολεμήσομε, θα κάψωμε την χώρα και να μην αφήσωμε πέτρα εις την άλλη πέτρα» Του απεκρίθηκα:«Βρε Αρβανίτη τίνος τα λες αυτά; Ας πολεμήσωμε και μια φορά καβάλα και τότε βλέπετε! Την χώρα αν την κάψετε, οι προγονοί μας την έφκιασαν και πάλι την φκειανουμε εμείς, όμως θα σας περάσωμε όλους από το σπαθί» Οι μπέηδες με είπαν: «Μην τον ακούς αυτόν, διοτι είναι εργένης, ας ερωτήση και ημας όπου έιμεθα φαμελίταις. Εμείς πάμε κάτω κάμνομε το τρατάτο, το υπογράφομε και σας το στέλνομε με τα κλειδιά, και να μας δώκης το ίδιο από το μέρος σας και τον όρκο σου».
Ακολούθως ο Κολοκοτρώνης όρισε τριμελή αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τον ιατρό Αγαμέμνονα Αυγερινό, τον Ιωσήφ Δούκα και τον Β. Χριστακόπουλο. Οι αντιπρόσωποι κατέβηκαν με τους τούρκους μπέηδες στην πόλη πήγαν στην οικία του Αλή πασά συνέταξαν και υπέγραψαν την συνθήκη παράδοσης. Η συνθήκη αποτελείται από 11 άρθρα στα οποία περιγράφονται οι όροι παράδοσης σύμφωνα με τους οποίους η ελληνική διοίκηση υποσχόταν στους Οθωμανούς του φρουρίου την ασφάλεια της ζωής τους και ανελάμβανε την υποχρέωση να τους μεταφέρει στην Θεσσαλονίκη με επτά ελληνικά πλοία, να τους χορηγήσει τρόφιμα, ρούχα και να πληρώσει το ναύλο στα πλοία που θα τους μεταφέρουν. Επειδή όμως το ταξίδι αυτό κρίθηκε επικίνδυνο οι Οθωμανοί μεταφέρθηκαν στην Σμύρνη.
Επίσης το άρθρο 9 της συνθήκης που αναφερόταν στο δικαίωμα των τούρκων να φέρουν όπλα διαγράφηκε από τον Κολοκοτρώνη.
Έτσι οι τούρκοι παρέδωσαν όλα τα όπλα τους, τα πολεμοφόδιά τους και την κινητή τους περιουσία. Οι προς αναχώρηση Τούρκοι ήταν 3.250 άτομα περίπου, οι οποίοι επιβιβάστηκαν από την λίθινη αποβάθρα Πέντε Αδέλφια στα πλοία του Γκίκα, των αδελφών Ορλώφ, και του Δ. Λεωνίδα. Το ποσό για τα ναύλα ανήλθε στα 110.000 γρόσια και καλύφθηκε από τα λάφυρα. Επίσης ο ναύαρχος Άμιλτον παρέλαβε στο πλοίο του 400 περίπου Τούρκους, εκ των οποίων 67 απεβίωσαν κατά την διάρκεια του ταξιδιού, τους υπόλοιπους αποβίβασε στη Σμύρνη. Τα ελληνικά πλοία αποβίβασαν τους Τούρκους στο Κουσάντασι. Οι Έλληνες τήρησαν την συμφωνία με τους Οθωμανούς και οι τελευταίοι μεταφέρθηκαν στην Μ. Ασία. Χαρακτηριστική είναι η επίσημη προκήρυξη που έστειλε στους αγωνιστές του Ναυπλίου η Προσωρινή Διοίκησης της Ελλάδος την 1η Δεκεμβρίου 1822 και η οποία αποτελεί μάθημα πολεμικού πολιτισμού:
« …Φυλάξατε δικαιοσύνην, φιλανθρωπίαν, ευσπλαχνίαν, φρόνησιν. Ας λείψουν αι αταξίαι, όπου είναι μικρότης και γυναικότης. Δείξατε την μεγαλοφροσύνην και ανδρεία Σας, την καλήν τάξιν. Εις τους εχθρούς ημών μη φερθήτε σκληρώς. Με αυτά θα δειχθώμεν εις τα έθνη της Ευρώπης αγαθοί, τακτικοί και φρόνιμοι…».
Η ανωτέρω όμως προκήρυξη που εξαίρει την μεγάλη σημασία του ηρωικού κατορθώματος του Σταϊκόπουλου, τον προάγει σε χιλίαρχο, ονομάζει τον Νικηταρά «νέον Αχιλλέα» και φέρει την υπογραφή του αντιπροέδρου του Εκτελεστικού Αθανάσιου Κανακάρη και του αρχιγραμματέα της Επικρατείας και Μινίστρου των Εξωτερικών υποθέσεων Θεοδώρου Νέγρη δεν αναφέρει ούτε μια λέξη για την συμβολή του Κολοκοτρώνη στην παράδοση του Ναυπλίου. Ο Κολοκοτρώνης απέναντι στην μικροψυχία της πολιτικής ηγεσίας, έδειξε για άλλη μια φορά την μεγαλοκαρδία του και με διάγγελμα που έβγαλε την ίδια ημέρα απέδωσε την νίκη στον πρωτόκλητο Άγιο Ανδρέα. Μετά την υπογραφή της συνθήκης ο Κολοκοτρώνης, δίνει εντολή στον υπασπιστή του Φωτάκο να πάρει τα κλειδιά της πόλης από τον Αλή πασά. Ο Φωτάκος πήγε στην κατοικία του πασά και τον βρήκε καθισμένο στον οντά του, αφού τον χαιρέτισε κάθισε και αυτός στον οντά χωρίς να προσκληθεί. Ο πασάς έδειξε την έκπληξή του για το θράσος του χθεσινού ραγιά, αλλά δεν τόλμησε να πει λέξη. Έκανε λυπημένος νόημα σε έναν αράπη να φέρει τα κλειδιά και εκείνος τα έφερε σε ασημένιο δίσκο σκεπασμένα με χρυσοΰφαντο κάλυμμά. Ο πασάς αφαίρεσε το κάλυμμα πήρε τα κλειδιά και τα παρέδωσε, λέγοντας :« πάρτε τα κλειδιά και δόστε τα είς τον αρχηγό σας και πέστε του να λυπηθή του Θεού τα πλάσματα».
Ο Φωτάκος περιγράφει την συγκλονιστική σκηνή της παράδοσης των κλειδιών στον αρχιστράτηγο της απελευθέρωσης του Ναυπλίου, Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης αφού τα πήρε συγκινημένος τα έφερε στα χείλη του και τα φίλησε με δάκρυα στα μάτια! Ο Φωτάκος μας δίνει επίσης εικόνες φρίκης, από τις συνθήκες ζωής των Οθωμανών εντός του αποκλεισμένου Ναυπλίου εξαιτίας της παντελούς έλλειψης τροφών, στις οποίες υπήρξε αυτόπτης μάρτυς: « Ούτοι οι τελευταίοι εσύροντο κατά γής σκάπτοντες εις τα καταγώγια των σπιτιών, εις τα φουσκιά των ερειπίων και εις άλλους κόπρους και ακαθαρσίας της πόλεως, ήυρισκαν σκωλήκια μεγάλα, τα οποία έτρωγον…», «Αι άλλες τάξεις ήσαν ολίγον δυνατότεραι. Αυτοί εμπουσούλιζαν και εννοούσαν κάπως καλλίτερα από τους πρώτους. Αλλά και αυτοί από την πείναν έτρωγαν τους νεκρούς, ετράβαγαν τα ψαχνά κρέατα με τα δόντια των με πολλήν όρεξιν και με πολλήν επμέλειαν εκαταγίνοντο να χορτάσουν. Όταν τους εφωνάζαμε άκουαν, εγύριζαν, μας έβλεπαν και έπειτα πάλιν εξακολούθουν να τρώγουν των νεκρών Τούρκων κρέατα.». Για να συνέλθει από την φρίκη ο Φωτάκος ήπιε μια μπουκάλα ρούμι! Μετά από αυτά ο ιατρός Αγαμένων Αυγερινός αναγκάστηκε να απειλήσει πως αν δεν σταματήσουν οι τούρκοι την ανθρωποφαγία η συνθήκη θα διαλυθεί και θα τους φονεύσουν όλους οι Έλληνες. Κατόπιν αυτού οι τούρκοι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Πλατάνου και ορκίστηκαν ότι θα σταματήσουν την ανθρωποφαγία.
Ακολούθως ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε φρουρές στην Ακροναυπλία, στους άλλους προμαχώνες, στους Πέντε Αδελφούς, τα δημόσια κτίρια και στις πύλες της πόλης. Ιδιαίτερα στην κεντρική πύλη εγκατέστησε ισχυρή φρουρά θέλοντας να αποτρέψει την είσοδο στα πλήθη ενόπλων, που ήθελαν να εισέλθουν στην πόλη να σφάξουν τους Τούρκους και να επιδοθούν σε λαφυραγωγία. Μετά τούτο ο Κολοκοτρώνης διέταξε να συγκεντρωθούν όλα τα λάφυρα στο τζαμί που βρισκόταν απέναντι από τον μεγάλο στρατώνα και ανέθεσε στον γραμματικό του Μιχ. Οικονόμου την φύλαξη, κατανομή και διανομή τους. Αυτός χώρισε τα λάφυρα σε χίλιες μερίδες και από αυτές οι εκατό προορίζονταν για το δημόσιο ταμείο και οι υπόλοιπες 900 για τους πολιορκητές. Η αξία κάθε μερίδας υπολογίστηκε σε 40 ισπανικά δίστηλα. Από αυτά τα λάφυρα όμως ελάχιστα ωφελήθηκε η διοίκηση διότι οι Τούρκοι είχαν δώσει όλα τα αντικείμενα αξίας για την αγορά τροφίμων. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κολοκοτρώνης: «… τα λάφυρα τα έβαλαν εις δημοπρασία, και κάθε επαρχία και τα νησιά επήραν το αναλογό τους. Έτσι γλύτωσα και από αυτήν την έγνοιαν του Αναπλιού».
https://cognoscoteam.gr/archives/35650