Δ. Καμπουράκης: Ο τσάμπας και ο γδάρτης

Ξέρω, αναγνώστες μου, ότι είστε υπό την επήρεια διπλού ή και τριπλού σοκ. Από δω η δολοφονική απόπειρα κατά του Τραμπ, από κει οι λογαριασμοί ρεύματος που έρχονται, από πιο πέρα τα εισιτήρια για το νησί που βλέπεις την τιμή και θαρρείς πως είναι για το Μπαλί κι όχι για τη Νάξο. Μπας και καταφέρετε να κάνετε μια βδομάδα διακοπές και παθαίνετε δεύτερο συγκλονισμό με τις τιμές. Μπρος γκρεμός, πίσω ρέμα και στο πλάι χαράδρα. Είμαστε περικυκλωμένοι κι από τα μεγάλα κι από τα μικρά. Οπότε υποχρεωτικά κι εγώ θα σας πηγαίνω από τα πλανητικά και τα πελώρια, στα μικρά και στα καθημερινά, προσπαθώντας να επιτελέσω το ενημερωτικό μου καθήκον.

Γύρισε φίλος μου από την Πάρο. Σε μια από τις μέτριες και λιγότερο γνωστές παραλίες του νησιού, επειδή όλες οι ενοικιαζόμενες ομπρέλες ήταν γεμάτες κι εκείνος ήθελε σκιά, ρώτησε το παλικάρι που ήταν εκεί αν μπορούσε να πάρει ένα απλό, σκέτο, μοναχικό καρεκλάκι που περίσσευε. Ο υπεύθυνος αποδείχθηκε πολύ εξυπηρετικός, του έδωσε το καρεκλάκι και την άδεια να το πάει δέκα μέτρα παραπέρα κάτω από ένα καχεκτικό αλμυρίκι, εξηγώντας του όμως ότι η τιμή ήταν 7 ευρώ για την καρέκλα και 10 ευρώ ελάχιστη κατανάλωση. Το σύνολο 17 ευρώ. Τέλεια, υπέροχα, καταπληκτικά, τώρα πουλάμε και τη σκιά των δενδρυλλίων της παραλίας και υποχρεωτική κατανάλωση για ν’ ακουμπήσουμε στον κορμό τους. Σε λίγο θα μας χρεώνουν και τον αριθμό των κόκκων της άμμου που πατάμε.

Θα μου πείτε τώρα εσείς, ο τσάμπας πέθανε. Σύμφωνοι, αλλά μήπως να πεθάνει και ο γδάρτης, ώστε να μείνει ζωντανός ο ενδιάμεσος, ο κανονικός επιχειρηματίας που εξυπηρετεί και κερδίζει αλλά δεν σου παίρνει τα μαλλιά της κεφαλής σου αν πέσεις στα χέρια του; Λέω εγώ τώρα κι εσείς γελάτε. Από την άλλη θα μου πείτε ότι «εδώ στο Πόρτο Ράφτη η ομπρέλα (πρώτη σειρά) έχει 100 ευρώ ελάχιστη κατανάλωση, στην Πάρο πήγε να ζητήσει την φτήνια ο φίλος σου;». Συμφωνώ, του είχα πει κι εγώ να πάει Καλιφόρνια που θα του ‘ρθει φθηνότερα, αλλά εκείνος έχει μια μανία με την Παροναξία, τι να κάνουμε, βίτσια είναι αυτά…

Α ναι, μου είπε και κάτι άλλο. Για έναν περίεργο λόγο, όλα το POS του νησιού ήταν χαλασμένα. Αλλού το internet είχε κοπεί, αλλού το «μηχανάκι κάτι είχε πάθει σήμερα» κι αλλού η παραλία ήταν μακριά από το router και δεν έπιανε το POS. Παντού του ζητούσαν μετρητά. Έτσι και έλεγε ότι θα πληρώσει με κάρτα, οι επιχειρηματίες και οι υπάλληλοι τον αντιμετώπιζαν λες και είχε αποπειραθεί να βιάσει τη μάνα τους. Κι όταν εκείνος επέμενε και τελικά εμφάνιζαν ένα POS, ζητούσαν πίσω την αρχική απόδειξη που του είχαν δώσει όταν είχε κάτσει στην ομπρέλα. «Γιατί;» τον ρώτησα έκπληκτος. «Διότι οι αποδείξεις ακυρώνονται» μου απάντησε, καθότι γνώστης και των λογιστικών.

Κατά τα λοιπά όμως, πέρασε πάρα πολύ ωραία. Κι εσείς ωραία θα περάσετε όπου κι αν πάτε, έτσι που τα έχουμε οργανώσει τα τουριστικά σ’ αυτή τη χώρα. Πιο καλά θα περάσετε, βέβαια, τα επόμενα χρόνια. Καθότι γέμισε ο κόσμος γδάρτες και σύντομα τα γδαρμένα πελατάκια θα πάνε αλλού. Και τότε που θα βαράνε μύγες οι μαγαζάτορες και οι παραλιάρχες, ενδεχομένως να ανακαλύψουν ότι η σκιά του αλμυρικιού δεν πωλείται και ότι το router του μαγαζιού τους πιάνει ως την παραλία.

ΠΗΓΗ

 

Σχετικά

Advertisment
Advertisment
Advertismentspot_img

Περισσότερα