Ο Νίκος Καρούζος ήταν έλληνας ποιητής, από τους πιο αξιόλογους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Χαρακτηρίστηκε «τοξικομανής των λέξεων» και πρόσφερε στην ελληνική ποίηση μια εκστατικότητα λακωνική, μέσα από την ανανέωση του γλωσσικού ιδιώματος. Στις πρώτες του ποιητικές συλλογές διακρίνεται η θετική του στάση απέναντι στην ελληνορθόδοξη παράδοση. Ο Τάκης Σινόπουλος θεωρεί ότι το ποιητικό του έργο εκφράζει την επιθυμία της λύτρωσης του ανθρώπου από την αγωνία της εποχής, «αποδιώχνοντας το άγχος με τη χάρη της αγάπης».
Τα πρώτα χρόνια
Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 17 Ιουλίου 1926. Ο πατέρας του Δημήτρης Καρούζος ήταν δάσκαλος στρατευμένος στο ΕΑΜ και υπέστη διώξεις μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Η μητέρα του Κωνσταντίνα Πιτσάκη ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου.
Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων, ο Νίκος Καρούζος έδρασε μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε στην Ικαρία (1947). Το 1951 κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Μακρόνησο, απ’ όπου πήρε απολυτήριο το 1953 ύστερα από νευρικό κλονισμό. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποκήρυξε τη μαρξιστική ιδεολογία, γιατί όπως είχε πει «ο καπιταλισμός έκανε ζώο τον άνθρωπο, ο μαρξισμός έκανε ζώο την αλήθεια».
Μαθητής του 20 στο Γυμνάσιο, έγινε δεκτός το 1945 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν περάτωσε τις σπουδές του λόγω της πολιτικής του δράσης και της απορρόφησής του από την ποιητική δημιουργία.
Οι πρώτες ποιητικές συλλογές
Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1949 από το περιοδικό «Ο Αιώνας μας» με το ποίημα «Σίμων ο Κυρηναίος». Το 1953 εξέδωσε τις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές «Η επιστροφή του Χριστού» και «Νέες Δοκιμές».
Υπήρξε από τους πολυγραφότερους έλληνες ποιητές, ενώ τα λίγα δοκιμιακά κείμενα που παρουσίασε, εκτός από ένα τομίδιο με τίτλο «Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο» (1966), δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά ή σε καταλόγους ζωγραφικών εκθέσεων.
Τα βραβεία
Τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963), το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α’ Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988).
Στην προσωπική του ζωή, ο Νίκος Καρούζος νυμφεύτηκε δύο φορές, το 1955 τη Μαρία Δαράκη, με την οποία έζησε μόλις λίγους μήνες και το 1963 την πιανίστρια Μαίρη Μεϊμαράκη, από την οποία χώρισε το 1980. Από το 1981 και ως το τέλος της ζωής του τον συντρόφεψε η ζωγράφος Εύα Μπέη.
Ο Νίκος Καρούζος άφησε την τελευταία του πνοή στις 28 Σεπτεμβρίου 1990 στο νοσοκομείο «Υγεία» της Αθήνας, σε ηλικία 64 ετών. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Έγραψαν για τον Νίκο Καρούζο
Η πυκνότητα της ποιητικής παραγωγής τού Καρούζου πιστοποιεί τον πηγαίο και άμεσο χαρακτήρα της και τα πλούσια αποθέματά της, αφού η ποσότητα δεν αποβαίνει εις βάρος τής λειτουργικότητας και τής αποτελεσματικότητάς της. Λόγος ελλειπτικός, αλλά βατός και επαρκής, εναλλασσόμενοι τόνοι, που αντιστοιχίζονται με τις διακυμάνσεις του συναισθήματος, εύστοχη διάρθρωση τού ποιήματος, όπου το κυρίαρχο πνεύμα υπερασπίζεται μια λεκτική ευφορία, ευφάνταστη εικονοποιία και η παρεμβολή στοχασμών και απηχήσεων από παράλληλους βίους κατορθώνουν να μας αποδώσουν μια ποίηση, που οι βιωματικοί όροι, οι οποίοι την εμψυχώνουν, υπερβαίνοντας τον υποκειμενικό χαρακτήρα τους, αποκτούν χάρη στη λειτουργικότητα των γλωσσικών μέσων μεταδόσιμη μορφή, όταν ο ποιητής δεν φτάνει, κάποτε αμήχανος, εμπρός στο άφατο, στη μεταφυσική απορία.
Αλέξανδρος Αργυρίου, κριτικός λογοτεχνίας
Από όλους τους ποιητές αυτής της γενιάς, αυτός που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δυσκολία ως προς την ένταξή του σε κάποια κατηγορία ή ομάδα είναι ο Νίκος Καρούζος. Υποστηρικτής της Αριστεράς κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου πολέμου και για καιρό αργότερα, ο Καρούζος απέφυγε τη φανερή δέσμευση και την ανοικτή, δημόσια έκφραση, που υιοθέτησαν τόσοι σύγχρονοί του σοσιαλιστές. Στην τελευταία δεκαετία της ζωής του αποκήρυξε το Μαρξισμό στο σύνολό του: «ο καπιταλισμός έκανε ζώο τον άνθρωπο, ο μαρξισμός έκανε ζώο την αλήθεια» . Η σχέση του με τον Υπερρεαλισμό είναι επίσης θολή και έχει προκαλέσει ζωηρά και διιστάμενα σχόλια. Εξάλλου, ο Καρούζος έχει ποικιλοτρόπως χαρακτηρισθεί: άλλοτε ως θρησκευτικός, και άλλοτε ως φιλοσοφικός ποιητής. Πάντως, αν και συχνά αναφέρεται στην ορθόδοξη παράδοση, αυτό που φαίνεται να γυρεύει ο Καρούζος είναι μάλλον η βουβή κατάδυση στον κόσμο των υπαρκτών αντικειμένων παρά η υπέρβασή του[…] Η ποίηση του Καρούζου, με διάφορους τρόπους, αποτίει φόρο τιμής στον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη. 0 ποιητικός λόγος που αναπτύσσεται είναι πυκνός και συχνά καταφεύγει στις παρηχήσεις. Στην πιο πρόσφατη ποίησή του κυρίαρχη φιγούρα είναι η Σελήνη. Ακόμα κι όταν προβάλλει ο ήλιος, το φως του διαθλάται, διαχέεται ή διαλύεται.
Ρόντρικ Μπίτον, καθηγητής νεοελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου
Άνθρωπος μεσογειακής ανησυχίας, ποιητής με υπερεαλιστικές κλίσεις, που επιδιώκει να τις εντάξει σ’ ένα σύστημα κι ένα κόσμο υπέρ τον ρεαλισμό, κυκλώνει τα αισθήματα μέσα του και τα πράγματα γύρω του έτσι, ώστε να μπορεί κανείς να πει για τον ποιητή αυτόν, ότι «θεολογεί» (μιλάει, δηλαδή, για το θεό) με πρώτη ύλη το «χώμα». Έτσι ο ανθρωπομορφισμένος Χριστός μπορεί να προσηλώνεται και σ’ άλλους, λιγότερο μεταφυσικούς, περισσότερο γήινους σταυρούς[…] Από τη δεκαετία του ’70 γίνεται εντονότερη στο έργο του και μια αντιδικία, θα έλεγα, με το σύγχρονο κόσμο, που είναι ο “πειρασμός” του. Αβοήθητος, επειδή το θέλει, από τους άλλους, πολεμάει εναντίον του «μαύρου» μόνος του, σα να μην εμπιστεύεται κανέναν. Στο έργο του γίνεται αισθητή μια αντιπαράθεση: αυτός και οι άλλοι. Η αντιπαράθεση αυτή δεν είναι ολότελα αυθαίρετη. Την υπαγορεύει η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στη σύγχρονη πόλη, που είναι και το θέατρο της αντιπαράθεσης του ποιητή.
Μιχάλης Μερακλής, καθηγητής λαογραφίας και κριτικός λογοτεχνίας
Το θείο αποτελεί μέρος της καθημερινής ζωής του Νίκου Καρούζου και ταυτίζεται με την ορθόδοξη πίστη. Αλλά ο Καρούζος δεν είναι ποιητής θρησκευτικός, όπως μερικοί νόμισαν· είναι ποιητής που ζώντας τα καθημερινά προβλήματα της ζωής δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει έξω από τη θρησκευτική κληρονομιά που αποτελεί την ουσία της αίσθησης του. Παρ’ όλη την εξοικείωσή του με τους Μπαχ, Μάλερ, Μοντιλιάνι, Κάφκα, Κίρκεγκαρντ, (για να περιοριστώ σε ονόματα που αναφέρονται στα ποιητικά κείμενά του), η ορθόδοξη παράδοση είναι γι’ αυτόν μια θεμελιώδης και αναντικατάστατη πνευματική δύναμη που τον θωρακίζει απέναντι στη δυτική αυθάδεια.
Μάριο Βίτι, ιταλός καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βιτέρμπο.
Μια από τις πιο ιδιότυπες φωνές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο Καρούζος (1926-1990) θα ξεκινήσει την ποιητική του διαδρομή από το κατάλυμα της θρησκευτικής πίστης, για να υιοθετήσει βαθμιαία το πνεύμα μιας θεμελιακής αμφισβήτησης: κάνοντας την αρχή από το γκρέμισμα των ουράνιων και των επίγειων θεών, θα φτάσει αργότερα μέχρι την προκήρυξη για την ανάγκη μιας επαναστατικής ανάστασης του κόσμου. Ο Καρούζος δεν είναι, βεβαίως, ούτε συνηθισμένος πιστός ούτε κλασικός επαναστάτης. Με κέντρο έκφρασής του τη γλώσσα, ο ποιητής υπονομεύει εκ των ένδον τις παραδοχές τόσο του πιστού όσο και του επαναστάτη, αποκαλύπτοντας το ίδιο πάντοτε θέμα: την καταστρατηγημένη υπόσταση της καθημερινής ύπαρξης η οποία βασανισμένη από την αδυναμία της να βρει ένα στήριγμα σε έναν πολλαπλά τραυματικό περίγυρο, υποχρεώνεται σε μια άσκοπη και συνάμα εξαιρετικά οδυνηρή περιδίνηση. Στις πρώτες ποιητικές συλλογές του, που δημοσιεύονται στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Καρούζος βάζει στο κέντρο της θεματικής του το υπαρξιακό άγχος και αγκαλιάζει σε φιλοσοφικό επίπεδο τον Σωκράτη, τον Ηράκλειτο και τον Κίρκεγκωρ, αντλώντας εκ παραλλήλου σύμβολα από την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση και από την αρχαιοελληνική μυθολογία – κοιτίδες από τις οποίες ο Καρούζος θα αποσπάσει και θα αναπλάσει τις μορφές του Χριστού και του Προμηθέα. Κι εδώ διακρίνουμε όχι μόνο τη θρησκευτική του πίστη, αλλά και ίχνη από το κατοπινό επαναστατικό του φρόνημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στις πρώτες συλλογές του ο Καρούζος είναι ένας ανεσταλμένος λυρικός: ένας λυρικός που μαγεύεται από τα χρώματα και τη φύση, που ξέρει πώς να δοξάσει απεριόριστα τον θεό του, μολονότι η αχλή του φόβου του θανάτου έρχεται συχνά πυκνά να σκιάσει τον αναθηματικό του λόγο και να υποσκελίσει τη λατρεία του. Γι’ αυτό και ο Καρούζος σπεύδει να παρεμβάλει στις δοξαστικές αποστροφές του χθόνιες λέξεις και εικόνες μαζί με παράταιρα, στριγκά ακούσματα που επιδιώκουν να προλάβουν το λυρικό ξέσπασμα και να μεταμορφώσουν την έξαρση των αισθημάτων σε έξαρση του κενού. Είναι ένα κενό, το οποίο θα αρχίσει να αποκτά τερατώδεις διαστάσεις ύστερα από τον τερματισμό της πρώτης περιόδου του ποιητή. Η ύπαρξη θα βρεθεί εφεξής στο σημείο μηδέν και η γλώσσα θα σημάνει πλέον τον κώδωνα του κινδύνου για την τύχη της ίδιας της ποίησης.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, κριτικός λογοτεχνίας.
Πηγή: SanSimera.gr