Διανύουμε το σκοτάδι για να βγούμε στο φως, στο φως αποκαλύπτονται και οι όποιες απώλειες. Εκείνες όσων «έφυγαν» μένουν στη μνήμη, και εκείνες που δεν έγιναν γνωστές μένουν στην αφάνεια. Δεν μας αφήνει ασυγκίνητους το φως, σαν χάδι απαλό ζεσταίνει και καταπραΰνει όσα μέσα έχουν φυλαχθεί. Είτε αυτό το φως είναι οι ακτίνες του ήλιου, είτε τα πρόσωπα εκείνα που για εμάς αποτελούν ένα κάποιο φως στην ψυχή και την πορεία μας – οι αγαπημένοι εκείνοι που σαν κεριά φωτίζουν το διάβα μας. Είτε το φως με οποιονδήποτε άλλο συμβολισμό ή ερμηνεία.
Συνώνυμο της αλήθειας το φως – ανακαλώ το φως στο βλέμμα όσων μιλούν για οτιδήποτε αγαπούν ή τους «μιλά». Σαν εκείνη τη στιγμή να ανάγεται η ψυχή σε ανώτερο επίπεδο. Το βλέμμα παύει να είναι σκυφτό ή σε ευθεία γραμμή, σταδιακά εξυψώνεται, το ηχόχρωμα της φωνής μερικώς αλλάζει, γίνεται πιο τρυφερό, καθώς όλη η ύπαρξη έχει επιδοθεί να επικοινωνήσει τη δική της αλήθεια. Κι η αλήθεια είναι θεμιτή, μία σταθερά στη ρέουσα πραγματικότητα στην οποία τείνει κι η εμφάνιση της μάσκας.
Περίοδοι εορταστικές, καμωμένες με θρησκευτικό ή άλλο χαρακτήρα, επιτάσσουν την ανταλλαγή ευχών – συνηθισμένων θα έλεγε κανείς. Έχει αναιρέσει αυτή η τρόπον τινά συνήθεια την ουσία των ευχών; Ποια η δυναμική τους στην απρόβλεπτη καθημερινότητα;
Ο θόρυβος της καθημερινότητος συχνά μας οδηγεί να ξεχνάμε τα ουσιώδη. «Αυτό που έχουμε ως υποχρέωση να κάνουμε, είναι να κλειστούμε στο δωματιάκι που είναι ο εαυτός μας, για να μπορέσουμε να ακούσουμε τους χτύπους μας καλύτερα, να αναστοχαστούμε. Αλλά επειδή ένα μεγάλο μέρος το περνάμε στο αιχμηρό κοινωνικό περιβάλλον, θα πρέπει να μην χαθούμε στον θόρυβο, αλλά να είμαστε επικεντρωμένοι σε αυτούς τους χτύπους», ανακαλώ από τον Δημήτρη Αληθεινό (γενν. 1945), από παλαιότερη συζήτησή μας.
Όπως μου είχε τονίσει: «Ο εσωτερικός παλμός μετράει ως χρόνος. Ο χρόνος είναι ανύπαρκτος, μία ανθρώπινη εφεύρεση που μας οδηγεί να χάνουμε τον εσωτερικό μας ρυθμό. Κάθε ρολόι είναι μια καρδούλα, το μοναδικό ρολόι που χτυπά μέσα μας, αλλά δεν το ακούμε. Εάν μπορούσαμε όμως, και πιο σοφοί θα ήμασταν, και θα απολαμβάναμε, και θα ξέραμε για τη ματαιότητα. Θα ήμασταν ίσως πιο σεμνοί απέναντι στη ζωή και τους άλλους. Επομένως, μία άποψη για το μέτρημα του χρόνου είναι το εσωτερικό μέτρημα, εάν το αγνοούμε δεν μπορούμε να μετρήσουμε το εξωτερικό και το που οδεύουμε».
«Ο δρόμος είναι εκεί για να χαράσσεται από τον καθένα μας» (Ζωή Ζενιώδη), τα βήματά μας σχηματίζουν το δρόμο μας προερχόμενα από τις επιλογές, τις ανάγκες μας. Σαν ανάγκες κι οι ευχές, κι οι ευχές που δίνουμε απόρροια – ίσως – των δικών μας εσωτερικών αναγκών.
Με την ανταλλαγή του φωτός στην Ανάσταση οι ευχές θα ξεκινήσουν εκ νέου τη διαδρομή τους, μερικώς παραλλαγμένες από χείλη σε χείλη. Μεγάλο Σάββατο, σήμερα (4/5), παραθέτω το ομώνυμο ποίημα της Κικής Δημουλά (1931-2022), παρακινούμενη από την πρώτη του λέξη:
Μεγάλο Σάββατο
Ευχές κροτίδες και φιλήματα ανταλλάσσουν
οι άγιες μέρες μεταξύ τους
κι εγώ χτυπώ την πόρτα σου
όχι για να εισέλθω μολονότι
κατάλληλο είναι το σώμα που φορώ
με προϋπηρεσία έντιμη μακρά
έξωθεν του Νυμφώνος.
Βγες άφοβα.
Όχι ανταπόκριση απόκριση ζητώ
το φίλημα εκείνο που έριξες
από το ύψος ευγενέστατης ευχής
Καλή Ανάσταση
και σφάχτηκε ο λαιμός με το γιακά μου
ήταν από τα κέρματα που ρίχνουμε
στο δίσκο του εθίμου;
ήταν στο τίμιο ξύλο μου αγκίδα
περιγελαστική;
ήταν μια γενναιόδωρη έμπνευση
πτωχής αδιαφορίας;
Σε ρωτώ
γιατί δεν είδα ταμπελίτσα
δεν είδα να αναγράφεται
το μέγεθος και η σύνθεση της θέρμης
ούτε και είδα τυπωμένη
τη μάρκα των χειλιών σου πουθενά.
Ανώνυμο τελείως
λαθραίο δηλαδή το πώς να αισθανθώ.
* Το ποίημα «Μεγάλο Σάββατο» περιλαμβάνεται στη συλλογή της Κικής Δημουλά, «Χλόη θερμοκηπίου» (εκδ. «Ίκαρος», 2005)
** Η κεντρική φωτογραφία αποτελεί τμήμα του έργου «More faith» (2012, 22×32 εκ., λάδι σε καμβά) του Βασίλη Πέρρου, ολόκληρος ο πίνακας στην παρακάτω φωτογραφία: