Έχω πάψει εδώ και χρόνια να συγχέω τις φιλοσοφικές μου πεποιθήσεις με τις θρησκευτικές μας εορτές και το τελετουργικό τους, εκκλησιαστικό και λαϊκό. Κάποτε πίστευα πως αν κάποιος έχει τις αμφιβολίες του ότι ο υιός του Θεού κατέβηκε στη γη για να σταυρωθεί, μετά να αναστηθεί και να μας σώσει από την αμαρτία, δεν έχει νόημα να πηγαίνει στην εκκλησία. Λογικά, σ’ αυτό τον άνθρωπο δεν πρέπει να λένε τίποτα ούτε τα Δώδεκα Ευαγγέλια, ούτε η περιφορά του Επιταφίου, ούτε η Ανάσταση. Φυσικά, δεν έχω πια την ίδια άποψη.
Έμαθα πια πως ο άνθρωπος δίχως την ενσωμάτωση βαθιά εντός του των συμβολισμών που τον περιβάλλουν, είναι κενός περιεχομένου. Οι αναμνήσεις μας, εθνικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, οικογενειακές, προσωπικές, ορίζουν την ύπαρξη μας. Φανταστείτε έναν Έλληνα δίχως Χριστούγεννα, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο (γιατί είναι άθεος ή άθρησκος), δίχως 25η Μαρτίου και 28η Οκτωβρίου (γιατί βλέπει αλλιώς την Ιστορία), δίχως συμμετοχή στα οικογενειακά τραπέζια ή στα πανηγύρια του χωριού του (γιατί είναι αντισυμβατικός ή vegetarian ή αντιπαθεί τα γλέντια).
Καλός άνθρωπος μπορεί να είναι, χρήσιμος μπορεί να είναι, αλλά Έλληνας είναι; Όχι με την έννοια του ελληνόμετρου ή του πατριωτόμετρου, αλλά με την έννοια του ανθρώπου που νιώθει ότι ανήκει σε μια κοινότητα με ιστορικό βάθος και συγκεκριμένη συλλογική συμπεριφορά, πράγματα που δίνουν ένα κάποιο νόημα στην ύπαρξη του. Αλλιώς τι διαφέρει από τα κακόμοιρα τα αρνιά που σφάζουμε για να σουβλίσουμε;
Όπερ, οι μέρες του Πάσχα που έρχονται, έχουν νόημα. Ξαναπιάνουμε για λίγο τον μίτο που μας οδηγεί πίσω στα παιδικά μας χρόνια, τότε που όλα στα μάτια μας έμοιαζαν ανόθευτα και εκπληκτικά. Ξαναβρίσκουμε τα μονοπάτια που μας συνδέουν με την κοινότητα μας. Δεν φυτρώσαμε από το πουθενά, κάπου ανήκουμε, όσο κι αν αυτή η κοινότητα έχει και καλές και άσχημες πλευρές.
Εγώ πάντα τέτοιες μέρες ξαναδιαβάζω τα Πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Τα αριστουργηματικά αυτά κείμενα του κοσμοκαλόγερου της ελληνικής λογοτεχνίας -που δεν θα ξαναγραφτούν στην ελληνική γλώσσα- είναι για μένα σαν τη «ζωή εν τάφω» που ακούω κάθε Μεγάλη Παρασκευή. Μου δημιουργούν πάντα την ίδια αρχαϊκή συγκίνηση, είναι σαν να καβαλικεύω έναν κατάλευκο Πήγασο που με τα μεγάλα φτερά του με ταξιδεύει πίσω, σ’ έναν κόσμο παιδικό, παρθένο και μαγικό. Αυτό θα κάνω και φέτος, ξεφεύγοντας λίγο από μια πολιτικολογία που μπορεί να μου φέρνει τον επιούσιο, αλλά εντός μου συχνά πυκνά με σκοτώνει. Καλό Πάσχα αναγνώστες μου.