Ο Λάζαρος είναι πρόσωπο της Καινής Διαθήκης, φίλος και μαθητής του Χριστού, ο οποίος «ηγέρθη εκ νεκρών» προαναγγέλλοντας την Ανάσταση του Κυρίου. Το όνομα «Λάζαρος» είναι εξελληνισμένος τύπος του εβραϊκού Ελεάζαρ.
Ο Λάζαρος, ο επονομαζόμενος Δίκαιος και Τετραήμερος, ήταν αδελφός της Μάρθας και της Μαρίας (η γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού λίγες ημέρες πριν από τη σταύρωση και στη συνέχεια τα σπόγγισε με τα μαλλιά της), με τις οποίες ζούσε στη Βηθανία, κοντά στα Ιεροσόλυμα. Στο σπίτι τους είχε φιλοξενηθεί επανειλημμένα ο Χριστός, όταν περνούσε από την περιοχή, με κατεύθυνση προς την Ιερουσαλήμ.
Κατά την Καινή Διαθήκη (Ιωάννου ια’ 1-44), μια μέρα ο Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Οι αδελφές του ειδοποίησαν τον Ιησού ότι ο φίλος του ασθενεί βαρέως, αλλά εκείνος καθυστέρησε να έλθει. Στους μαθητές του είπε ότι ο φίλος του κοιμήθηκε και ότι θα μεταβεί στη Βηθανία για να τον ξυπνήσει. Όταν έφθασε στη Βηθανία με τους μαθητές του, η Μαρία του παραπονέθηκε ότι αν ερχόταν εγκαίρως δεν θα πέθαινε ο αδελφός της. Τότε, ο Ιησούς δάκρυσε και με φωνή μεγάλη προ του τάφου εκραύγασε: «Λάζαρε δεύρο έξω!» και ανάστησε τον Λάζαρο τέσσερεις ημέρες μετά τον θάνατό του, προκαλώντας τον θαυμασμό των παρισταμένων και το θανάσιμο μίσος των εχθρών του Φαρισαίων (Ιωάννου ια’ 45-57).
Λαογραφικά
Ο Λάζαρος έχει εμπνεύσει τη λαϊκή φαντασία. Γνωστές είναι οι παροιμίες:
- «Με τη φωνή και ο Λάζαρος»
- «Ξαναζωντάνεψε σαν τον Λάζαρο»
- «Κέρινος σαν τον Λάζαρο»
Γενικά, η προσωνυμία «Λάζαρος» δίδεται μεταφορικά σε άτομα που σώθηκαν ανέλπιστα από βέβαιο θάνατο, σε άτομα που θεωρούνταν χαμένα και ξαφνικά επέστρεψαν και σε ανθρώπους καχεκτικούς ή διαρκώς κατηφείς.
Το Λαζαροσάββατο σε πολλά μέρη της Ελλάδας οι νοικοκυρές ζυμώνουν ειδικά ψωμάκια, στα οποία δίνουν το σχήμα ανθρώπου και μάλιστα σαβανωμένου, όπως παριστάνεται ο Λάζαρος στη βυζαντινή εικονογραφία. Τα ψωμάκια αυτά λέγονται λαζάροι, λαζαρούδια, λαζαράκια, λαζόνια, λαζαρέλια κ.α.
Σε ορισμένα χωριά της Κοζάνης (Αιανή, Κρόκος, Λευκοπηγή, Καισαριά, Ροδιανή, Αγία Παρασκευή), ομάδες κοριτσιών και γυναικών, οι «Λαζαρίνες», φορώντας χρωματιστές παραδοσιακές στολές επισκέπτονται τις γειτονιές των χωριών τους και τραγουδούν τα Λαζαράτικα τραγούδια. Στην συνέχεια συγκεντρώνονται στις πλατείες των χωριών τους και χορεύουν ένα χορό με την ονομασία «Τσιντσιρό». Το έθιμο έλκει την καταγωγή του από τα αρχαία «Παρθένεια» των δωρικών πόλεων του Βορρά, ενώ, στα βυζαντινά χρόνια, συνδέθηκε με την Ανάσταση του Λαζάρου.
Στο χωριό Επίσκεψη της βόρειας Κέρκυρας το έθιμο των Καλάντων του Λαζάρου ξεκινάει με την δύση του ηλίου, την παραμονή της εορτής του Λαζάρου, και διαρκεί μέχρι το ξημέρωμα. Στις γειτονιές του χωριού, από σπίτι σε σπίτι, η τοπική χορωδία, αλλά και πλήθος μικρών και μεγάλων, τραγουδούν τα κάλαντα, που εξιστορούν όλη την ιστορία της νεκρανάστασης του Λαζάρου και κλείνουν με θερμές ευχές. Στο άκουσμα των καλάντων οι νοικοκυρές κερνάνε ντόπιους, σαρακοστιανούς μεζέδες και τοπικό κόκκινο κρασί.
Στη Ρόδο το Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν τον «Λάζαρο». Στα παλιά τα χρόνια, αυτήν την ημέρα, κανένας γεωργός δεν πήγαινε στο χωράφι του να εργαστεί, γιατί πίστευαν, πως ό,τι έπιαναν θα μαραινόταν. Επιτρεπόταν μόνο η συγκέντρωση ξερών κλαδιών για το άναμμα των φούρνων τη Μεγάλη Εβδομάδα για το ψήσιμο των κουλουριών.
«Λαζαρέλ(ι) άμα δε πλάσ(ι)ς, ψουμί δε θα χουρτάσ(ι)ς» λέει η μυτιληνιά παροιμία, για τα «Λαζαρέλια» ειδικά κουλούρια στα οποία δίνουν το σχήμα σαβανωμένου ανθρώπου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις αγιογραφίες. Στο πρόσωπο και στα χέρια πρόσθεταν σταφίδες, σημάδια του θανάτου που νίκησε ο Χριστός με την ανάσταση του μαθητή του. Χρόνια τώρα, τα «Λαζαρέλια» δε φτιάχνονται από τις νοικοκυρές στα σπίτια αλλά το έθιμο τηρείται από τους πολλούς φούρνους της Λέσβου!
Σε χωριά Εύβοια, μικρά κοριτσάκια, τα Λαζαράκια, δένουν σταυρωτά δύο κομμάτια ξύλου. Στη συνέχεια τα ντύνουν με μωρουδίστικα ρουχαλάκια και κρατώντας ένα καλαθάκι με αγριολούλουδα, γυρνούν στα σπίτια και λένε τον «Λάζαρο»:
«Ξύπνα Λάζαρη και μη κοιμάσι,
τώρα μέρα σου, τώρα χαρά σου,
τώρα που ‘ρθαμι στην αφεντιά σου
Τα κουτάκια σας αβγά γενούν
κι οι φουλίτσις σας δεν τα χουρούν
δόστι μας κι μας τα να χαρούμι.
Δομ’ αφέντη μου λίγου νεράκι,
πουν’ τα χ’λάκια μου πικρό φαρμάκι».
Πηγή: SanSimera.gr