Σήμερα είναι όλα έρημα και κλειστά, ακούω τα γυναικεία τακούνια, χτυπούν την καυτή άσφαλτο, από τον ήχο καταλαβαίνω ότι κατεβαίνει, είναι αλλιώτικος ο χτύπος στον κατήφορο, είμαι σίγουρη ότι είναι πέδιλα, τα πόδια λίγο κουρασμένα από τη νυχτερινή ζέστη, βαριά τα βήματα, νωχελικά, χωρίς βιασύνη, μικρές κινήσεις, κοντινός προορισμός, ίσως μέχρι τη γωνία για ένα παγωτό ή μια κρύα λεμονάδα – και πάλι πίσω, στη σκιά, κάτω από τον ανεμιστήρα οροφής, είναι παλιός και χάνει μισή στροφή, θα αντέξει και φέτος, πέρασε ο περισσότερος Ιούλιος, τον άλλο μήνα ξεκινούν τα μελτέμια, δροσίζει τα απογεύματα, λιγοστεύει η μέρα, περνούν οι ώρες, πότε έγινε αυτή η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια, χθες κοιταχτήκαμε στα μάτια και δεν υπήρχε, είδα μόνο την υγρασία ενός βλέμματος που προοιωνίζεται δάκρυ, από παλιά λύγιζα σ’ αυτό το βλέμμα, το ξέρω όμως, ασυγχώρητο μάτι, θα το θυμηθώ την επόμενη φορά που θα χρησιμοποιηθεί σαν καινούργιο…
Ποτέ δεν το θυμάμαι, είναι πάντα φρέσκο, δεν παλιώνει, δεν με γερνάει, μόνο γέρνει λίγο ντροπαλά και ξεμένει ελαφρώς αφηρημένα, ποτέ δεν είναι πραγματική αυτή η αφηρημάδα… Έχω φυλάξει μισό πεπόνι για το βράδυ, θα το σερβίρω με παγωτό καϊμάκι κι ένα φυλλαράκι δυόσμο, τον πότισα πρωί πρωί, εγώ διψούσα πιο πολύ…
Καλημέρα, φίλοι!
[Γραμμένο παλιότερα, μετά εγώ βρέθηκα στο Παρίσι, πιο μετά κάηκαν πολλά, ξεράθηκε ο δυόσμος, αλλά ακόμη ποτίζω το χώμα του.]