«[…] είναι η ώρα και η στιγμή, θα πάρω το καρπούζι σαν τον κύριο και ούτε που θα με δουν, θα το ρίξω με το σκοινί και τον κουβά στη θάλασσα να το κόψω μισοφέγγαρο το βράδυ αργά, παγωμένο και δροσερό την ώρα που θα βγαίνει το φεγγάρι πάνω από το κάστρο […]» στη σελίδα 15 έφτασα εκεί όρθια, στο καφέ του Νομισματικού Μουσείου, δεν πρόλαβα την παρουσίαση, είχε αραιώσει ο κόσμος όταν μπήκα, ο Θοδωρής Γκόνης μού άπλωσε το χέρι, είπε «χαίρω πολύ, γράφεις ωραία», εγώ δεν ήξερα τι να πω, ίσως είπα ευχαριστώ πολύ, αλλά περισσότερο κοίταζα το μπλε λινό πουκάμισό του κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό, μετά δώσαμε τη γνωριμία, κοινός τόπος καταγωγής, ονοματίσαμε βουνά, χωριά που θυμόμαστε και ξεχνάμε, δρόμους που περπατήσαμε, ερωτευτήκαμε, αφήσαμε για τη μεγάλη πόλη, ήμασταν μικροί και άγουροι, ονειρευτήκαμε λεωφόρους, καταπιαστήκαμε με τις λέξεις,
«Στη Γιούλα με εκτίμηση και τη φιλία μου» έγραψε ο Θοδωρής με μαρκαδόρο μαύρο στην τρίτη σελίδα του βιβλίου του, ασορτί το μελάνι με Το Μαύρο Φόρεμα του Κόρακα, εβδομήντα σελίδες είναι όλο κι όλο, το διάβασα τη νύχτα, δεν έχει τελεία καμιά, ανασαίνει, ξετυλίγεται ανάμεσα σε εικόνες, εποχές, περάσματα, πότε λαχανιαστά, πότε σιγαλά, σαν να μπαίνεις σε ξωκλήσι, σαν να σε χτυπάει ο λίβας πάνω σε μια Φλορέτα κόκκινη.
Καλημέρα, φίλοι!
Γιούλα Κουγιά
