Μου λένε διάφοροι «δεν γράφεις τίποτα για τον συνάδελφό σου τον Τράγκα», έχουν δίκιο, σάλος γίνεται τούτες τις μέρες με τον μακαρίτη και τα λεφτά του, τα σπίτια και τα εξοχικά του, το πανελλήνιο είναι συγκλονισμένο και πεσμένο τ’ ανάσκελα από τα σύννεφα, ουδείς είχε υποψιαστεί έστω ότι ένας δημοσιογράφος μπορεί να είναι ζάπλουτος, παρότι το πράγμα φαινόταν από μακριά και βρόμαγε από χιλιόμετρα.
Εγώ λοιπόν δεν γράφω για τον «συνάδελφο» γιατί δεν τον είχα συνάδελφο. Έχω όμως μερικές εκατοντάδες συναδέλφους σαν κι εμένα, δηλαδή φτωχούς αλλά ρομαντικούς και με αγάπη για την είδηση, με μια φλόγα που καίει τα σωθικά τους μεταφορικά και κυριολεκτικά, οι περισσότεροι πεθαίνουμε νέοι από καρκίνο, καρδιά, εγκεφαλικό, το λεγόμενο ΚΚΕ, το λέμε και γελάμε ακριβώς την ώρα που θέλουμε να κλάψουμε, γιατί είμαστε κουρασμένοι, ξάγρυπνοι, πεινασμένοι, κακοπληρωμένοι ή εντελώς απλήρωτοι, με διαλυμένα σπίτια, σχέσεις, οικογένεια, χρέη και την ελπίδα ότι αύριο δεν θα ξανακούσουμε τη φράση «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», γιατί δεν είμαστε αλήτες, μόνο ονειροπόλοι, αιθεροβάμονες, ικέτες μιας λέξης που θα ανακαλύψουμε για να κλείσουμε τη λευκή σελίδα – ο εφιάλτης όλων όσοι γράφουν κάθε μέρα, η λευκή σελίδα.
Δεν ξέρω αν έκανα καλά που έγραψα σήμερα, ήθελα όμως να αποκαταστήσω μιαν αλήθεια αν όχι για τους εν ζωή συναδέλφους, τουλάχιστον για όσους έπεσαν μαχόμενοι είτε σε πολέμους είτε σε ανήλιαγα γραφεία με μοναδικό όπλο ένα μολύβι…
Καλημέρα, φίλοι!
Γιούλα Κουγιά