Ήμουν τόσο κουρασμένη, τα πόδια μου πρησμένα ύστερα από δέκα ώρες κρεμασμένα στην καρέκλα του γραφείου, ο αέρας μύριζε χώμα, οι αστραπές έσκιζαν τον ουρανό, ερχόταν καταιγίδα, οι πρώτες στάλες της βροχής έπεσαν στα μαλλιά μου, δεν τις κατάλαβα, ένιωσα μία που με χτύπησε στο μέτωπο, τη σκούπισα βιαστικά προτού πτυχωθεί στην κάθετη ρυτίδα, δεν είχα υπακούσει στις προειδοποιήσεις, η ομπρέλα μου ήταν στο σπίτι, έσυρα τα βήματά μου μέχρι την υπόγεια διάβαση της Συγγρού, ένας άστεγος έχει στήσει το κονάκι του κολλητά στον τοίχο, μια μπλε σκηνή ιγκλού, φαινόταν το αριστερό πόδι του από το γόνατο και κάτω, φορούσε κάλτσες, όταν πλησίασα είδα μια φέτα από το πρόσωπό του, άντρας στην ηλικία μου, αξύριστο ρουφηγμένο μάγουλο κι ένα μάτι τραβηγμένο βαθιά στην κόγχη του, προσπάθησα να περπατήσω στις μύτες των ποδιών μου, ο ήχος από τα τακούνια μου παραβίαζε το ωράριο κοινής ησυχίας, αναδύθηκα από τη γη με όλο το βάρος του κόσμου, η βροχή είχε δυναμώσει, ένας κεραυνός έπεσε προς τον Λυκαβηττό, δηλαδή κοντά στο σπίτι μου, έφτασα τη στιγμή που μια ριπή ανέμου έσπασε τον ιβίσκο μου και έθεσε σε λειτουργία έναν συναγερμό, ο δικός μου είναι απενεργοποιημένος προς εξυπηρέτηση της απρόσκοπτης εισόδου εξόδου χωρίς τη χρήση μυστικού κωδικού – τίποτα δεν είναι μυστικό όταν το ξέρει έστω κι ένας ακόμη…
Καλημέρα, φίλοι!
Γιούλα Κουγιά
[Ο Vasilis Mitsiakis φωτογράφησε τον κεραυνό μου.]