Βγήκα το βράδυ από το σπίτι, περασμένα μεσάνυχτα ήταν, δεν ήξερα πού να πάω, κρατούσα για παν ενδεχόμενο τα σκουπίδια, είχα στην τσέπη μου λίγα χρήματα και τα κλειδιά, στη γειτονιά ήταν πολύ ήσυχα, μόνο στο μπιστρό της γωνίας έπιναν κοκτέιλ λιγοστοί θαμώνες, προσπέρασα, έφτασα στην πλατεία, δεν θα γράψω πάλι για αυτήν τη δυστοπία, θα περιμένω να περάσει κι από δω το τρένο, στο Πολυτεχνείο κοντοστάθηκα να διαβάσω δύο φρέσκα πανό, ήταν κατά της αστυνομίας στα πανεπιστήμια, στεκόμουν εμπόδιο σε αργοπορημένους γονείς σκύλων που τους έβγαλαν βόλτα ζεματισμένους και έπρεπε επειγόντως να κάνουν την ανάγκη τους, η δική μου ανάγκη ήταν να ρουφήξω τη μυρωδιά της νύχτας, εντελώς λογοτεχνικά νόμιζα πως εισπνέω άνθη νεραντζιάς, γαζίας και αρισμαρί, στην πλατεία Αιγύπτου μού προσφέρθηκε ναρκωτική ουσία από γυναίκα συνομήλική μου, αλλά χωρίς πρόσωπο και σάπια δόντια, έσφιξα στη χούφτα μου τα κλειδιά, ήταν μια απόπειρα σύνδεσης με το σπίτι, δεν ήμουν έτοιμη να επιστρέψω, σε ένα μπαρ της Πατησίων τρεις άντρες κάπνιζαν στο πεζοδρόμιο κι έλιωναν τις γόπες με το παπούτσι, με κοίταξαν με καχυποψία, ίσως επειδή είδαν μέσα μου κάτι που εγώ νόμιζα πως δεν είναι σε κοινή θέα, εισέβαλα στα σοκάκια της Κυψέλης βαδίζοντας καταμεσής του οδοστρώματος, αν ερχόταν αυτοκίνητο προλάβαινα ή να σωθώ ή να πεθάνω, η πλατεία Αγίου Γεωργίου ήταν σαν κρουαζιερόπλοιο, φωτεινή και με το άγαλμα των τριών ερώτων στην καρδιά της, το ζήλεψα για την αρτιότητά του, των Εξαρχείων είναι ακρωτηριασμένο και έχει χάσει τον ερωτισμό του, βρήκα την πόρτα ξεκλείδωτη, σημάδι ότι γύρισα τελευταία – όπως είχα φύγει δηλαδή…
Καλημέρα, φίλοι!
Γιούλα Κουγιά