18 °C Argos, GR
29 Μαρτίου 2024

Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία

Το περιστέρι παρατηρούσε από το παλιό διώροφο σπίτι την κίνηση στο δρόμο κουνώντας νευρικά δεξιά αριστερά το κεφάλι του. Τα πόδια του μετακινούνταν συνέχεια πάνω κάτω καθώς το δριμύ ψύχος πάγωνε τα σιδερένια κάγκελα. Ήταν περίτεχνα σκαλιστά μιας άλλης εποχής. Το ψηλοτάβανο σπίτι ήταν της δεκαετίας του 30 με τα μεγάλα ξύλινα παντζούρια του να χάσκουν και να παρασύρονται βίαια στο ρυθμό του παγωμένου αέρα. Εκεί μέσα ζούσαν πολλά περιστέρια της περιοχής που πετούσαν από εδώ και εκεί στους σκαλιστούς μπαρόκ πολυελαίους του που ακόμα στέκονταν στην οροφή του σε αντίθεση με τους παλιούς σοβάδες να στρώνουν το πάτωμα σαν το χιόνι έξω που έπεφτε πυκνό και χρωμάτιζε τον γκρίζο δρόμο. Οι περαστικοί από κάτω βιαστικοί λόγω του κρύου περπατούσαν γρήγορα και μηχανικά τρέχοντας να κάνουν τις προγραμματισμένες δουλειές πρίν την παραμονή των Χριστουγέννων. Πρόσωπα σκυθρωπά και αγχωμένα. Θα έλεγε κανείς πως δεν απολάμβαναν αυτές τις μέρες των γιορτών παρά μόνο έπρεπε να κάνουν πράγματα, να διεκπεραιώσουν λίστες και να στηθούν σε ουρές εκτεθειμένοι στον παγωμένο χιονιά. Το γκριζόασπρο αστικό τοπίο αντικατόπτριζε το πως νοιώθανε μέσα τους. Από την μία το λευκό του χιονιού τους προσκαλούσε να τρέξουν σαν παιδιά να παίξουν με το χιόνι από την άλλη το γκρι τσιμέντο τους πλάκωνε και τους οριοθετούσε σε πράγματα που έπρεπε να κάνουν και να τηρηθούν αυστηρά για να “γιορτάσουν” την ημέρα. ¨Ήταν και αυτή η πανδημία που δεν έλεγε να τελειώσει ποτέ. Επικρατούσε εδώ και 2 χρόνια μια αναστάτωση και ένας φόβος στο άγνωστο. Ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο αποξενωμένοι ενώ οι πόρτες των σπιτιών τους ήταν τόσο κοντά η μια στην άλλη. Απαγορεύονταν οι χειραψίες και τα φιλιά και τα πρόσωπα τους ήταν καλυμμένα από μία μάσκα που κάλυπτε το χαμόγελο ή την λύπη τους. Μόνο από τα μάτια μπορούσες να καταλάβεις πόσο μελαγχολικοί και πιεσμένοι ήταν.

Το περιστέρι σταμάτησε να κουνάει νευρικά το κεφάλι του και εστίασε σε μια φιγούρα που φαινόταν να κινείται πολύ διαφορετικά από τους άλλους. Ο υπερήλικας άνδρας περπατούσε πολύ αργά όχι λόγω της ηλικίας αλλά μάλλον περισσότερο γιατί απολάμβανε αυτό το γιορτινό χειμωνιάτικο πρωινό. Ντυμένος με μια μαύρη μάλλινη ρεντιγκότα και ένα κόκκινο κασκόλ τυλιγμένο περίτεχνα στο λαιμό χαιρετούσε και καλημέριζε βγάζοντας ελαφρά το σχεδόν ημίψηλο καπέλο του, τους βιαστικούς περαστικούς. Δεν φορούσε μάσκα και χαμογελούσε στον καθένα που συναντούσε.

“Καλημέρα σας”, “Καλημέρα σας!” χαιρετούσε κάθε περαστικό. Πολλοί δεν τον πρόσεχαν καν βουτηγμένοι στις σκέψεις τους και στις to do lists που έπρεπε να γίνουν. Άλλοι πάλι του χαμογελούσαν αμυδρά μέσα από την μάσκα και υποτονθόρυζαν ένα καλημέρα. Ελάχιστοι ανταπέδιδαν με εγκαρδιότητα και για εκείνον ήταν το καλύτερο δώρο Χριστουγέννων. Έμοιαζε σαν να είχε ξεπηδήσει από την Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Τσαρλς Ντίκενς. Ψηλός ξερακιανός ευθυτενής σαν με τον ανανεωμένο Εμπενίζερ Σκρούτζ που ήθελε να δώσει πίσω σε όλους την αγάπη που είχε στερήσει τόσα χρόνια. Στο χέρι του κρατούσε ένα σουσαμένιο κουλούρι που μασουλούσε που και που όχι από πείνα αλλά περισσότερο από απόλαυση.

Το πεινασμένο περιστέρι αμέσως παρατήρησε το φαγητό καθώς μέρες λόγω του πρωτοφανούς χιονιά δεν έβρισκε και πολλά να τσιμπολογήσει. Πέντε χρόνια ζούσε στην πόλη και είχε γλυτώσει άπειρες φορές από αυτοκίνητα και θηριώδη λεωφορεία. Μια φορά είχε σπάσει την φτερούγα του περνώντας απρόσεκτα από καλώδια της ΔΕΗ. Έμεινε μέρες αβοήθητο στο δρόμο ανάμεσα σε βιαστικά βήματα ώσπου κάποιος το είδε πραγματικά και όχι απλά το κοίταξε. Το πήρε και το περιέθαλψε αφήνοντάς το ξανά ελεύθερο. Από τότε είχε περισσότερο εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και ποτέ μα ποτέ στις γάτες που πάντα το έβλεπαν σαν παιχνίδι να ασκήσουν τις ενστικτώδεις αιλουροειδείς παρορμήσεις τους.

Ο γέρος άντρας ήταν ακριβώς από κάτω του και παρατηρούσε το παλιό νεοκλασικό. Σαν να είχε βγει από την αρχιτεκτονική του Βιτρούβιου με δωρική απλότητα και ρωμαική υπερβολή. Σίγουρα ο Τσίλλερ θα ήταν πολύ ικανοποιημένος αν το έβλεπε σκέφτηκε. Το περιστέρι έκανε βουτιά και κατέβηκε στα πόδια του κάτι που του τράβηξε την προσοχή. Χαμογέλασε και το καλημέρισε ενώ εκείνο περπατούσε νευρικά πάνω κάτω στα πόδια του αποζητώντας λίγη τροφή. Αμέσως ο χαμογελαστός άντρας του έδωσε ένα κομματάκι κουλούρι και εκείνο σε φρενίτιδα το τσιμπολογούσε πετώντας το από εδώ και κει τρέχοντας ξοπίσω του.

“A, εσύ πεινάς πολύ” του είπε όσο εκείνο πάλευε να καθυποτάξει το ατίθασο κομμάτι που συνέχιζε να προσπαθεί να ξεφύγει. Μόλις τελείωσε το μικρό του γεύμα ξαναστράφηκε στον γέρο περιμένοντας, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος συνέχιζε να κινείται στον δικό του φρενήρη ρυθμό αδιαφορώντας για αυτή την συνάντηση. Ο ηλικιωμένος άνδρας πρόταξε ένα ακόμη κομμάτι στην παλάμη του και το πουλί χωρίς δισταγμό πέταξε με ένα μικρό άλμα εκεί και κάθησε στον βραχίονα του τσιμπώντας την ευγενική προσφορά τροφής, μαζί συνέχισαν αργά αργά το δρόμο τους μέχρι που έφτασαν στο κατώφλι του ευγενικού και καλόκαρδου άντρα.

Ξεκλείδωσε με αργές κινήσεις να μην το τρομάξει και μπήκε αργά μέσα ενώ το πουλί ένιωθε κάπως νευρικά μπαίνοντας σε ένα κλειστό χώρο που του ξυπνούσε τις ορμέμφυτες αντιδράσεις διαφυγής. Ο κύριος Σπύρος όπως ήταν γνωστός στην γειτονιά άφησε την πόρτα ανοιχτή για πολύ ώρα παρά το κρύο ώστε το πουλί να νοιώθει άνετα. Εκείνο περπατούσε αγχωμένο στις παρυφές της εξώπορτας σε μια αμφιθυμία για το αν θα μείνει μέσα ή έξω. Του πρόσφερε και άλλα καλούδια αφήνοντάς τα διακριτικά και ήσυχα στο πάτωμα ενώ εκείνος άναψε την μαντεμένια σόμπα δημιουργώντας μια ζεστή θαλπωρή στον χώρο ενώ έξω φύσαγε και χιόνιζε.. Τελικά ακολούθησε τον γέρο στην κουζίνα βλέποντας τον να ετοιμάζει το γιορτινό δείπνο για έναν ή μάλλον για δυο..

Η πόρτα έκλεισε και οι δυο μοναχικές ψυχές γίνανε μία. Το σκοτάδι έπεσε και ο κος Σπύρος μιλούσε ατελείωτα στον καινούργιο του φίλο που κοιτούσε με γουρλωμένα μάτι γεμάτα περιέργεια τις παλιές ιστορίες που είχε να του πει. Φαινόταν πως απολάμβανε και εκείνο την παρέα του γέρου, εξάλλου και εκείνο ήταν σε ηλικία που έφτανε στη δύση του. Τα τηλέφωνα χτύπησαν μερικές φορές και ο κος Σπύρος ευγενικά ζητούσε συγγνώμη από τον φίλο του που τους διέκοπταν και απαντούσε με λαχτάρα στις κλήσεις.

“Χρόνια πολλά μπαμπά!”

“Χρόνια πολλά παππού!”

Ευχές και λόγια αγάπης από μακριά. Δεν είχε παράπονο τον θυμόντουσαν και ας μην ήταν εκεί. Έχουν και εκείνοι τις οικογένειές τους καταλάβαινε .

Έστρωσε το λιτό γιορτινό δείπνο και έβαλε ένα πιάτο με σπόρους σουσαμιού και λίγη ντομάτα στον καλεσμένο που περπατούσε πάνω κάτω στο γιορτινό τραπεζομάντηλο.

Αποδείπνησαν και κάθησαν κοντά στη ζεστή σόμπα χορτάτοι και πλήρεις. Ο κυρ Σπύρος συνέχισε να του λέει εκείνες τις ιστορίες μέχρι που γλυκά και ήσυχα έκλεισε τα βλέφαρά του και το πουλί κούρνιασε παραδομένο και αυτό σε μια μακαριότητα πάνω στα γόνατά του. Το χιόνι έξω συνέχιζε να παλεύει με το γκρίζο των δρόμων και των καρδιών των ανθρώπων. Ήταν τόσο δύσκολο να επικρατήσει το λευκό και το αγνό σε έναν γκρίζο κόσμο.

ΠΗΓΗ

Περισσότερα Άρθρα

ΔΗΜΟΣ ΕΡΜΙΟΝΙΔΑΣ: Ευχαριστίες στους Χορηγούς

Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στην λέξη ”συνέργειες” και πως μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να προχωρήσουμε ένα βήμα παρακάτω στην προώθηση του τουριστικού προϊόντος. Στις δύο τελευταίες Εκθέσεις που συμμετείχε ο Δήμος Ερμιονίδας, στην Πελοπόννησο EXPO στο Άργος και στην Philoxenia Θεσσαλονίκη καταλυτικό ρόλο έπαιξαν κάποιοι επαγγελματίες, που χωρίς την βοήθεια και την συνεργασία […]